αοσσώ

αοσσώ
ἀοσσῶ (-έω) (Α)
βοηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί παράγωγο ρήματος ή ονόματος οπότε προέρχεται από άοσσος (< ΙΕ. *sm -soqw -ịos < *sm -soqwieiō) που συνδέεται με τα ρ. έπομαι, λατ. sequor (πρβλ. επέτης, λατ. socius)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”