- αοσσώ
- ἀοσσῶ (-έω) (Α)βοηθώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί παράγωγο ρήματος ή ονόματος οπότε προέρχεται από άοσσος (< ΙΕ. *sm -soqw -ịos < *sm -soqwieiō) που συνδέεται με τα ρ. έπομαι, λατ. sequor (πρβλ. επέτης, λατ. socius)].
Dictionary of Greek. 2013.